- ταυτοθελής
- -ές, Μ1. αυτός που έχει την ίδια θέληση ή την ίδια γνώμη με άλλον2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταὐτοθελέςη ταυτοβουλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)-* + -θελής (< θέλω), πρβλ. ἀγαθο-θελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek